- κάζο
- το неприятность, неудача;
έπαθα ένα μεγάλο κάζο — у меня большая неприятность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έπαθα ένα μεγάλο κάζο — у меня большая неприятность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάζο — το 1. απρόοπτο και δυσάρεστο περιστατικό, πάθημα 2. περίπτωση, περιστατικό, ιδίως για μορφή νοσήματος («ο γιατρός πρώτη φορά αντιμετώπιζε τέτοιο κάζο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caso «περίπτωση, συμβάν» < λατ. casus < ρ. cado (cecidi casum… … Dictionary of Greek
κάζο — το (λ. ιταλ.), απρόοπτο και δυσάρεστο περιστατικό, πάθημα: Έπαθα μεγάλο κάζο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καζούρα — η πείραγμα, φάρσα για γελοιοποίηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάζο + κατάλ. ουρα (πρβλ. θολ ούρα, μουτζ ούρα)] … Dictionary of Greek
χουνέρι — το, Ν απρόοπτο και δυσάρεστο πάθημα, κάζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. huner «δεξιοτεχνία»] … Dictionary of Greek